πολεμῶμεν

πολεμῶμεν
πολεμέω
to be at war
pres subj act 1st pl (attic epic doric)
πολεμόω
make hostile
pres subj act 1st pl
πολεμόω
make hostile
pres ind act 1st pl (doric aeolic)
πολεμόω
make hostile
imperf ind act 1st pl (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • χρεία — η, ΝΜΑ, και χρειά Ν, και ιων. τ. χρείη και αιολ. τ. χρήα και χρέα και κρητ. τ. χρηΐα Α 1. ανάγκη, επιτακτικός λόγος (α. «αν η χρεία τό καλέσει» αν παραστεί ανάγκη β. «καὶ μὴ χρείᾳ πολεμῶμεν», Σοφ.) 2. στέρηση, έλλειψη, ένδεια, φτώχεια (α. «δεν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”